αμφίβιο

αμφίβιο
Τεχνικός όρος που υποδηλώνει μια κατηγορία οχημάτων που μπορούν να κινούνται σε διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος·κατ’ επέκταση, αμφίβιες ονομάζονται και οι ειδικές πολεμικές επιχειρήσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται οχήματα αυτού του είδους. Στην αεροναυτική, α. ονομάζεται ένα αεροσκάφος, το οποίο, εφοδιασμένο με σύστημα προσγείωσης σχεδόν πάντοτε ανασυρόμενο, άτρακτο ικανή να επιπλέει και πλευρικούς πλωτήρες, μπορεί να ανυψωθεί τόσο από το έδαφος όσο και από μια υδάτινη επιφάνεια και συνεπώς να προσγειωθεί ή να προσθαλασσωθεί. Σε αναλογία, ονομάζονται α. τα οχήματα που μπορούν να κινούνται όχι μόνο στο έδαφος, αλλά και σε περιορισμένες υδάτινες επιφάνειες. Τα οχήματα αυτά μπορούν να επιπλέουν χάρη στο ειδικό αμάξωμά τους, που είναι στεγανό τόσο από κάτω όσο και στα πλευρά του. Για να κινούνται μέσα στο νερό, τα οχήματα αυτά είναι εφοδιασμένα με πηδάλιο και έλικα, που κινείται με ειδικό μηχάνημα ή με τον ίδιο κινητήρα που κανονικά κινεί τους τροχούς. Οόρος α., που αρχικά αναφερόταν στα παραπάνω αεροσκάφη και οχήματα, χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα, από τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο και έπειτα, για πολεμικές επιχειρήσεις που είχαν αντικειμενικό στόχο την αποβίβαση αντρών, αρμάτων μάχης, εφοδίων κλπ. Επειδή είναιαπαραίτητη η ταχύτατη δράση, ειδικά όταν εκδηλώνεται ή αναμένεται η αντίδραση του εχθρού, στις επιχειρήσεις αυτές χρησιμοποιούνται κατά κανόνα ειδικά πλωτά μέσα, τα οποία, εξαιτίας του μικρού τους βυθίσματος, μπορούν να πλησιάσουν πολύ κοντά στην παραλία και μερικές φορές να στηρίξουν απευθείας σε αυτήν τις ανθεκτικές γέφυρες αποβίβασης που διαθέτουν. Στη φάση της αποβίβασης, οι γέφυρες αυτές βγαίνουν από τη φαρδιά πλώρη που είναι εφοδιασμένη με μεγάλες πόρτες. Σκάφη αυτού του τύπου και ποικίλου εκτοπίσματος χρησιμοποιήθηκαν ιδιαίτερα στις ακτές της Σικελίας (επιχείρηση Χόσκι, Ιούλιος 1943), στις ακτές της Νορμανδίας (επιχείρηση Όβερλορντ, Ιούνιος 1944) και για την κατάληψη ορισμένων ιαπωνικών βάσεων στον Ειρηνικό ωκεανό. Αμφίβιο δικινητήριο ελικοφόρο αεροσκάφος, με ψηλά πτερύγια και σύστημα προσγείωσης το οποίο ανασύρεται. Η προσθαλάσσωση και η πλεύση εξασφαλίζονται με την άτρακτο και με πλευρικούς πλωτήρες (Φωτ. Sef). Αμφίβιο όχημα με υδροδυναμική κατανομή και μεταβλητή γωνία προσβολής, εφοδιασμένο με αεριοστρόβιλο. Διακρίνεται η ίσαλος γραμμή και η γραμμή στήριξης πάνω στο έδαφος. Ένα από τα πρώτα αμφίβια οχήματα ιδιωτικής χρήσης τα οποία πάντως δεν βρήκαν ανταπόκριση (φωτ. Igda).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πρωτέας — (proteus anguinus). Αμφίβιο της οικογένειας των πρωτεϊδών, της τάξης των ουροδελών. Ζει στα νερά των σπηλαίων της Ιστρίας, της Καρνιόλης και της Δαλματίας και τρέφεται κυρίως με σκουλήκια και μικρά καρκινοειδή. Ο π. έχει συνολικό μήκος 23 28 εκ.… …   Dictionary of Greek

  • πρωτέας — (proteus anguinus). Αμφίβιο της οικογένειας των πρωτεϊδών, της τάξης των ουροδελών. Ζει στα νερά των σπηλαίων της Ιστρίας, της Καρνιόλης και της Δαλματίας και τρέφεται κυρίως με σκουλήκια και μικρά καρκινοειδή. Ο π. έχει συνολικό μήκος 23 28 εκ.… …   Dictionary of Greek

  • φρυνίδες — (Bufonidae). Οικογένεια άνουρων αμφίβιων της υπόταξης των προκοίλων. Η διαφορά μεταξύ βατράχων και Φ. είναι ότι οι δεύτεροι ζουν περισσότερο στην ξηρά και λιγότερο στο νερό. Οι Φ. είναι εξάλλου περισσότερο εξελιγμένη οικογένεια από τα άλλα είδη… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …   Dictionary of Greek

  • απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… …   Dictionary of Greek

  • βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… …   Dictionary of Greek

  • κομάντος — (commandos). Όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για τις ομάδες των Μπόερς, οι οποίοι κατά την περίοδο 1899 1902 διεξήγαγαν ανταρτοπόλεμο εναντίον των Άγγλων, και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε από τους Άγγλους στον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, για τον… …   Dictionary of Greek

  • λουσίλια — (Lucilia). Γένος μεγάλων δίπτερων εντόμων της οικογένειας των καλλιφοριδών. Οι λ. έχουν έντονο μεταλλικό –μαύρο, μπλε ή πράσινο– χρώμα. Το πιο κοινό είδος είναι η Lusilia caesar, συγγενές με την πράσινη μύγα, που μερικές φορές μπαίνει στις… …   Dictionary of Greek

  • νωτότρημα — Αμφίβια της οικογένειας των Yλιδών, που αριθμούν είδη μικρών βατράχων της κεντρικής και της ισημερινής Αμερικής. Το είδος ν. το μαρσιποφόρο γεννά τα αβγά του σε ειδικό επωαστικό θύλακο που βρίσκεται στη ράχη του ζώου. * * * το ζωολ. γένος μικρών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”